-
1 градуировать
1. (наносить деления) χαράζω (την κλίμακα) 2. (определять или устанавливать цену деления шкалы) διαβαθ-μίζω/προσδιορίζω/ορίζω (την κλίμακα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > градуировать
-
2 κατ-ῆλιψ
κατ-ῆλιψ, ιφος, ἡ, das obere Geschoß des Hauses, Ar. Ran. 566, Schol. ἡ μέσοδμος, VLL. erkl. τὴν μέσην στέγην, Andere erkl. τὴν κλίμακα, vgl. Luc. Lex. 8. Die Ableitung ist dunkel, gew. führt man es auf ἦλιψ, Schuh, Sockel, zurück, vgl. Choerob. in B. A. 1200 u. Lob. Paralipp. 290.
-
3 делить
1. мат. διαιρώ 2. (классифицировать, группировать) ταξινομώ Зашкалу, циферблат) διαβαθμίζω (την κλίμακα) 4. (разделять, совместно пользоваться чем-л.) (δια)μοιράζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > делить
-
4 ανεβαίνω
(αόρ. ανέβηκα и ανέβην) 1. μετ. подниматься, всходить;ανεβαίνω την κλίμακα ( — или τη σκάλα) — подниматься по лестнице;
ανεβαίνω τον ανήφορο — подниматься κέ — гору;
2, αμετ.1) влезать, взбираться;ανεβαίνω στα δένδρο — влезать на дерево;
2) садиться (на лошадь, в поезд и т. п.);ανεβαίνω στο βαπόρι — садиться на пароход;
3) перен. подниматься, расти;ανεβαίνουν τα ΰδατα τού πόταμου — вода в реке поднимается;
ανεβαίνει το θερμόμετρο — ртуть в термометре поднимается;
ανεβαίνει
ο πυρετός — поднимается температура;ανεβαίνει η παραγωγικότητα της δουλιάς — производительность труда растёт;
4) перен. дорожать (о товарах), расти, повышаться;ανεβαίνουν οι τιμές — цены растут;
ανεβαίνει ο καφές — кофе дорожает;
5) перен. продвигаться, иметь успех;αυτός θ ανέβει πολύ ψηλά он далеко пойдёт; 6) подходить (о тесте); § μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι кровь бросилась мне в голову -
5 ανέρχομαι
(αόρ. ανήλθον) 1. μετ. подниматься;ανέρχομαι την κλίμακα — подниматься по лестнице;
2. αμετ.1) подниматься, взбираться;ανέρχομαι στην κορυφή — подниматься на вершину;
2) подниматься, повышаться (тж. о ценах);ανέρχεται η στάθμη των υδάτων — уровень воды поднимается;
3) перен. высоко подниматься; шагнуть вперёд; достигать (высокого положения);4) восходить (к прошлому), иметь своим началом; 5) достигать (какой-л. суммы); составлять (сумму); τα έξοδα ανήλθαν εις δέκα χιλιάδας расходы составили сумму в десять тысяч -
6 κατέρχομαι
(αόρ. κατηλθον и κατήλθα) 1. μετ.1) спускаться, опускаться;κατέρχομαι την κλίμακα — спускаться по лестнице;
τό αερόστατο κατήλθε στο έδαφος аэростат опустился на землю;2) прибегать (к чему-л. предосудительному);κατέρχομαι σε ποταπά μέσα — прибегать к подлым средствам;
3) прибывать, приходить;2. αμετ. 1) понижаться, падать; η θερμοκρασία κατήλθε κάτω τού μηδενός температура упала ниже нуля; 2) выезжать; 3) падать, рушиться -
7 плата
1. (денежный взнос за услуги) η πληρωμή, το τίμημα, η αμοιβήбез дополнительной - ы χωρίς συμπληρωματική -, освобождение от - ы απελευθέρωση από την -арендная - για ενοικίαση/μίσθωση, το μίσθιο/ενοίκιοзаработная - ο μισθός, οι αποδοχές (πλ.)поразговорная (тлф) - βάσει του χρόνου συνδιάλεξης 2 (диэлектрическая пластина) η διηλεκτρική πλάκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плата
-
8 широкий
широк||ийприл1. прям., перен πλατύς, φαρδύς/ εὐρύς (о пространстве, тж. перен):\широкийие окна τά φαρδειά παράθυρα· \широкийая юбка ἡ φαρδειά φούστα· \широкийая у́ли-ца ὁ πλατύς δρόμος· \широкийие массы οἱ πλατειές μάζες· в \широкийом смысле (слова) μέ τήν πλατειά σημασία·2. перен (большой) μεγάλος, εὐρύς:в \широкийом масштабе σέ εὐρεΐα κλίμακα· \широкийие планы τά μεγάλα σχέδιά \широкийие горизонты οἱ εὐρείς ὀρίζοντες· ◊ \широкий шаг τό μεγάλο βήμα· жить на \широкийую но́гу ζῶ πολυτελέστατα· \широкий экран τό σινεμασκόπ. -
9 μοῖρα
1a portion, (c. partit. gen.)ἐν δὲ μιᾷ μοίρᾳ χρόνου O. 7.94
τὸ δὲ παθεῖν εὖ πρῶτον ἀέθλων· εὖ δ' ἀκούειν δευτέρα μοῖῤ P. 1.99
b due (share) c. appositive gen. ( Ἑρμᾶν) ὃς ἀγῶνας ἔχει μοῖράν τ' ἀέθλων contests as his due O. 6.79 ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd., fort. recte) O. 7.76 εὔχομαι (sc. σε) ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν as regards the blessings that are their due O. 8.86 τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται happiness as your due P. 3.84 ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ during the banquet, which was their due P. 4.127ἐκάλειφιλίαν νόστοιο μοῖραν P. 4.196
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.20
ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν contests, which are allotted to them N. 10.53 ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ i. e. two prizes allotted to him I. 3.10 πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτοκαλῶν I. 5.15
ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων I. 6.62
καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 3.c destinyIἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις ἀγάνορα πλοῦτον ἀνθεῖν σφίσιν P. 10.17
μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν N. 9.29
καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα N. 11.43
II doom Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων ( ἄνυσσεν v. l.: “ein Wortspiel,” Wil., 146) P. 12.12ἐπέπεσε μοῖρα Pae. 2.64
πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 117a. < μοῖρα> (supp. Bergk) Θρ. 3. 8.2 pro pers.a sing., as personification of 3 supra. Apportioning, Destinyὅταν θεοῦ Μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν O. 2.21
οὕτω δὲ Μοῖρ' ἅ τε πατρώιον τῶνδ ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον, ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.35
οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76
οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε N. 7.57
b pl., the Fates, viz. Klotho O. 1.26, I. 6.8; Lachesis O. 7.64, Πα. 12. 77; Tyche fr. 41: in the company of Eleithuia O. 6.42, N. 7.1, Πα. 12. 17; of Time O. 10.52τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας O. 6.42
παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν O. 10.52
Μοῖραι δ' ἀφίσταντ P. 4.145
Ἐλείθυια, πάρεδρε Μοιρᾶν βαθυφρόνων N. 7.1
ἐγὼ δ' ὑψίθρονον Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσεννέπω ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς I. 6.18
Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον fr. 30. 3. test., Paus., 7. 26. 8., ἐγὼ μὲν οὖν Πινδάρου τά τ' ἄλλα πείθομαι τῇ ᾠδῇ καὶ Μοιρῶν τε εἶναι μίαν τὴν Τύχην καὶ ὑπὲρ τὰς ἀδελφάς τι ἰσχύειν fr. 41.3 fragg. ἔμαθον δ' ὅτι μοιραν[ Πα. 13. c. 5. ]εοι μοῖρ' ἔνθα[ Θρ.. 11. ]μοιραν εχ[ ?fr. 337. 15. -
10 снизу
επίρ. από κάτω, εκ των κάτω•снизу дует από κάτω φυσά.
|| κάτω απο, υπό• — дерева κάτω από το δέντρο.εκφρ.снизу вверх смотреть на кого – σέβομαι κάποιον•снизу доверху – από τα κάτω ως τα πάνω (από τα απλά μέλη ως τα ανώτατα• σ όλη την ιεραρχία ή κλίμακα).
См. также в других словарях:
κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… … Dictionary of Greek
κλίμακα ή σκάλα — Αρχιτεκτονικό στοιχείο σύνδεσης και επικοινωνίας των ορόφων ενός κτιρίου και γενικότερα επιπέδων διαφορετικού ύψους. Η σύνδεση των ορόφων πραγματοποιείται, συνήθως, στο εσωτερικό των κτιρίων. Ωστόσο, για λόγους αρχιτεκτονικής σκοπιμότητας ή… … Dictionary of Greek
Μποφόρ, κλίμακα — Κλίμακα που επινοήθηκε το 1806 από τον Άγγλο ναύαρχο Φ. Μποφόρ για την προσωπική εκτίμηση της έντασης του ανέμου με βάση τις επιδράσεις του πάνω σε διάφορα αντικείμενα. Η κλίμακα αυτή έχει 18 βαθμίδες από το 0 έως το 17 και κάθε μία από αυτές… … Dictionary of Greek
Ρίχτερ, κλίμακα — Στην κλίμακα αυτή μετράται το μέγεθος ή η ολική ενέργεια ενός σεισμού σαν ένας αριθμός μεταξύ του 0 και του 8,9. Ένας σεισμός μεγέθους 2 είναι ο μικρότερος που συνήθως γίνεται αισθητός, ενώ μερικοί από τους καταστροφικούς σεισμούς έχουν μεγέθη 8… … Dictionary of Greek
θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… … Dictionary of Greek
νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές … Dictionary of Greek
επιπεδογραφία — Όρος, που με την ευρεία έννοια υποδηλώνει το μέρος της τοπογραφίας το οποίο επιχειρεί με τη χρήση οργάνων και μεθόδων λογισμού να καθορίσει και να αναπαραστήσει μια ζώνη της γήινης επιφάνειας σε ένα οριζόντιο επίπεδο που εφάπτεται της γήινης… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek